- μύρσινον
- μύρσινοςof myrtlemasc/fem acc sgμύρσινοςof myrtleneut nom/voc/acc sgμύρσινοςof myrtlemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μύρσινον — Μύρσινος of myrtle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek